υπερφαλαγγίζω (iperphalaggízo)
English: outflank
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About υπερφαλαγγίζω
As a verb, υπερφαλαγγίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | υπερφαλαγγίζομαι υπερφαλαγγίζω | θα υπερφαλαγγίζομαι | υπερφαλάγγισα υπερφαλαγγίστηκα | υπερφαλάγγιζα υπερφαλαγγιζόμουν υπερφαλαγγιζόμουνα |
εσύ | υπερφαλαγγίζεις υπερφαλαγγίζεσαι | θα υπερφαλαγγίζεις | υπερφαλάγγισες υπερφαλαγγίστηκες | υπερφαλάγγιζες υπερφαλαγγιζόσουν υπερφαλαγγιζόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | υπερφαλαγγίζει υπερφαλαγγίζεται | θα υπερφαλαγγίζει | υπερφαλάγγισε υπερφαλαγγίστηκε | υπερφαλάγγιζε υπερφαλαγγιζόταν υπερφαλαγγιζότανε |
εμείς | υπερφαλαγγίζουμε υπερφαλαγγιζόμαστε | θα υπερφαλαγγίζουμε | υπερφαλαγγίσαμε υπερφαλαγγιστήκαμε | υπερφαλαγγίζαμε υπερφαλαγγιζόμασταν υπερφαλαγγιζόμαστε |
εσείς | υπερφαλαγγίζεστε υπερφαλαγγίζετε | θα υπερφαλαγγίζεστε | υπερφαλαγγίσατε υπερφαλαγγιστήκατε | υπερφαλαγγίζατε υπερφαλαγγιζόσασταν υπερφαλαγγιζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | υπερφαλαγγίζονται υπερφαλαγγίζουν υπερφαλαγγίζουνε | θα υπερφαλαγγίζονται | υπερφαλάγγισαν υπερφαλαγγίσαν υπερφαλαγγίσανε υπερφαλαγγίστηκαν υπερφαλαγγιστήκαν υπερφαλαγγιστήκανε | υπερφαλάγγιζαν υπερφαλαγγίζαν υπερφαλαγγίζανε υπερφαλαγγίζονταν υπερφαλαγγιζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | υπερφαλαγγισμένος | υπερφαλαγγισμένη | υπερφαλαγγισμένο |
Genitive | υπερφαλαγγισμένου | υπερφαλαγγισμένης | υπερφαλαγγισμένου |
Accusative | υπερφαλαγγισμένο | υπερφαλαγγισμένη | υπερφαλαγγισμένο |
Vocative | υπερφαλαγγισμένε | υπερφαλαγγισμένη | υπερφαλαγγισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | υπερφαλαγγισμένοι | υπερφαλαγγισμένες | υπερφαλαγγισμένα |
Genitive | υπερφαλαγγισμένων | υπερφαλαγγισμένων | υπερφαλαγγισμένων |
Accusative | υπερφαλαγγισμένους | υπερφαλαγγισμένες | υπερφαλαγγισμένα |
Vocative | υπερφαλαγγισμένοι | υπερφαλαγγισμένες | υπερφαλαγγισμένα |
Other Forms
υπερφαλάγγιζε
• Singular • Active
υπερφαλάγγισε
• Singular • Active
υπερφαλαγγίζεστε
• Singular • Passive
υπερφαλαγγίζετε
• Singular • Active
υπερφαλαγγίζου
• Singular • Passive
υπερφαλαγγίσου
• Singular • Passive
υπερφαλαγγίστε
• Singular • Active
υπερφαλαγγιστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "υπερφαλαγγίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.