υπογραμμίζω (ipogrammízo)
English: underline
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About υπογραμμίζω
As a verb, υπογραμμίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to underline, underscore
- verb:(figuratively) to stress, emphasise
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | υπογραμμίζω | θα υπογραμμίζώ | υπογράμμισα | υπογράμμιζα |
εσύ | υπογραμμίζεις | θα υπογραμμίζεις | υπογράμμισες | υπογράμμιζες |
αυτός/αυτή/αυτό | υπογραμμίζει | θα υπογραμμίζει | υπογράμμισε | υπογράμμιζε |
εμείς | υπογραμμίζουμε | θα υπογραμμίζουμε | υπογραμμίσαμε | υπογραμμίζαμε |
εσείς | υπογραμμίζετε | θα υπογραμμίζετε | υπογραμμίσατε | υπογραμμίζατε |
αυτοί/αυτές/αυτά | υπογραμμίζουν υπογραμμίζουνε | θα υπογραμμίζουν | υπογράμμισαν υπογραμμίσαν υπογραμμίσανε | υπογράμμιζαν υπογραμμίζαν υπογραμμίζανε |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | υπογραμμισμένος | υπογραμμισμένη | υπογραμμισμένο |
Genitive | υπογραμμισμένου | υπογραμμισμένης | υπογραμμισμένου |
Accusative | υπογραμμισμένο | υπογραμμισμένη | υπογραμμισμένο |
Vocative | υπογραμμισμένε | υπογραμμισμένη | υπογραμμισμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | υπογραμμισμένοι | υπογραμμισμένες | υπογραμμισμένα |
Genitive | υπογραμμισμένων | υπογραμμισμένων | υπογραμμισμένων |
Accusative | υπογραμμισμένους | υπογραμμισμένες | υπογραμμισμένα |
Vocative | υπογραμμισμένοι | υπογραμμισμένες | υπογραμμισμένα |
Other Forms
υπογράμμιζε
• Singular • Active
υπογράμμισε
• Singular • Active
υπογραμμίζετε
• Singular • Active
υπογραμμίστε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "υπογραμμίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.