υποσκάπτω (iposkápto)
English: undermine
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About υποσκάπτω
As a verb, υποσκάπτω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: υ‧πο‧σκά‧πτω
Definitions & Examples
- verb:to undermine
- verb:(rarely literal) to dig under[1]
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | υποσκάπτομαι υποσκάπτω | θα υποσκάπτομαι | υπέσκαψα υποσκάφτηκα | υπέσκαπτα υποσκαπτόμουν υποσκαπτόμουνα |
| εσύ | υποσκάπτεις υποσκάπτεσαι | θα υποσκάπτεις | υπέσκαψες υποσκάφτηκες | υπέσκαπτες υποσκαπτόσουν υποσκαπτόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | υποσκάπτει υποσκάπτεται | θα υποσκάπτει | υπέσκαψε υποσκάφτηκε | υπέσκαπτε υποσκαπτόταν υποσκαπτότανε |
| εμείς | υποσκάπτουμε υποσκαπτόμαστε | θα υποσκάπτουμε | υποσκάψαμε υποσκαφτήκαμε | υποσκάπταμε υποσκαπτόμασταν υποσκαπτόμαστε |
| εσείς | υποσκάπτεστε υποσκάπτετε | θα υποσκάπτεστε | υποσκάψατε υποσκαφτήκατε | υποσκάπτατε υποσκαπτόσασταν υποσκαπτόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | υποσκάπτονται υποσκάπτουν υποσκάπτουνε | θα υποσκάπτονται | υπέσκαψαν υποσκάφτηκαν υποσκάψαν υποσκάψανε υποσκαφτήκαν υποσκαφτήκανε | υπέσκαπταν υποσκάπταν υποσκάπτανε υποσκάπτονταν υποσκαπτόντουσαν |
Active Voice
Other Forms
υποσκάπτεστε
• Singular • Passive
υποσκάπτετε
• Singular • Active
υποσκάπτου
• Singular • Passive
υποσκάψου
• Singular • Passive
υποσκάψτε
• Singular • Active
υποσκαφτείτε
• Singular • Passive
υπόσκαπτε
• Singular • Active
υπόσκαψε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "υποσκάπτω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.