χειροτονώ (khirotonó)
English: ordain
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About χειροτονώ
As a verb, χειροτονώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:(Christianity) to ordain, to consecrate
- verb:(colloquial, figuratively) to beat, to thrash (punishment)
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | χειροτονούμαι χειροτονώ | θα χειροτονούμαι | χειροτονήθηκα χειροτόνησα | χειροτονούμουν χειροτονούσα |
| εσύ | χειροτονείς χειροτονείσαι | θα χειροτονείς | χειροτονήθηκες χειροτόνησες | χειροτονούσες χειροτονούσουν |
| αυτός/αυτή/αυτό | χειροτονεί χειροτονείται | θα χειροτονεί | χειροτονήθηκε χειροτόνησε | χειροτονούνταν χειροτονούσε |
| εμείς | χειροτονούμαστε χειροτονούμε | θα χειροτονούμαστε | χειροτονήσαμε χειροτονηθήκαμε | χειροτονούμασταν χειροτονούμαστε χειροτονούσαμε |
| εσείς | χειροτονείστε χειροτονείτε | θα χειροτονείστε | χειροτονήσατε χειροτονηθήκατε | χειροτονούσασταν χειροτονούσαστε χειροτονούσατε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | χειροτονούν χειροτονούνε χειροτονούνται | θα χειροτονούν | χειροτονήθηκαν χειροτονήσαν χειροτονήσανε χειροτονηθήκαν χειροτονηθήκανε χειροτόνησαν | χειροτονούνταν χειροτονούσαν χειροτονούσανε |
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | χειροτονημένος | — | — |
Active Voice
Other Forms
χειροτονήσου
• Singular • Passive
χειροτονήστε
• Singular • Active
χειροτονείστε
• Singular • Passive
χειροτονείτε
• Singular • Active
χειροτονηθείτε
• Singular • Passive
χειροτόνει
• Singular • Active
χειροτόνησε
• Singular • Active
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "χειροτονώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.