χρησιμοποιώ (khrisimopió)
English: use
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About χρησιμοποιώ
As a verb, χρησιμοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
Hyphenation: χρη‧σι‧μο‧ποι‧ώ
Definitions & Examples
- verb:to use, employ, put to use, utilise
 - verb:to employ (someone)
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | χρησιμοποιούμαι χρησιμοποιώ  | θα χρησιμοποιούμαι | χρησιμοποίησα χρησιμοποιήθηκα  | χρησιμοποιούμουν χρησιμοποιούσα  | 
| εσύ | χρησιμοποιείς χρησιμοποιείσαι  | θα χρησιμοποιείς | χρησιμοποίησες χρησιμοποιήθηκες  | χρησιμοποιούσες χρησιμοποιούσουν  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | χρησιμοποιεί χρησιμοποιείται  | θα χρησιμοποιεί | χρησιμοποίησε χρησιμοποιήθηκε  | χρησιμοποιούνταν χρησιμοποιούσε  | 
| εμείς | χρησιμοποιούμαστε χρησιμοποιούμε  | θα χρησιμοποιούμαστε | χρησιμοποιήσαμε χρησιμοποιηθήκαμε  | χρησιμοποιούμασταν χρησιμοποιούμαστε χρησιμοποιούσαμε  | 
| εσείς | χρησιμοποιείστε χρησιμοποιείτε  | θα χρησιμοποιείστε | χρησιμοποιήσατε χρησιμοποιηθήκατε  | χρησιμοποιούσασταν χρησιμοποιούσαστε χρησιμοποιούσατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | χρησιμοποιούν χρησιμοποιούνε χρησιμοποιούνται  | θα χρησιμοποιούν | χρησιμοποίησαν χρησιμοποιήθηκαν χρησιμοποιήσαν χρησιμοποιήσανε χρησιμοποιηθήκαν χρησιμοποιηθήκανε  | χρησιμοποιούνταν χρησιμοποιούσαν χρησιμοποιούσανε  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | χρησιμοποιημένος | χρησιμοποιημένη | χρησιμοποιημένο | 
| Genitive | χρησιμοποιημένου | χρησιμοποιημένης | χρησιμοποιημένου | 
| Accusative | χρησιμοποιημένο | χρησιμοποιημένη | χρησιμοποιημένο | 
| Vocative | χρησιμοποιημένε | χρησιμοποιημένη | χρησιμοποιημένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | χρησιμοποιημένοι | χρησιμοποιημένες | χρησιμοποιημένα | 
| Genitive | χρησιμοποιημένων | χρησιμοποιημένων | χρησιμοποιημένων | 
| Accusative | χρησιμοποιημένους | χρησιμοποιημένες | χρησιμοποιημένα | 
| Vocative | χρησιμοποιημένοι | χρησιμοποιημένες | χρησιμοποιημένα | 
Active Voice
Other Forms
χρησιμοποίησε
 • Singular • Active
χρησιμοποιήσου
 • Singular • Passive
χρησιμοποιήστε
 • Singular • Active
χρησιμοποιείστε
 • Singular • Passive
χρησιμοποιείτε
 • Singular • Active
χρησιμοποιηθείτε
 • Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "χρησιμοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.