ευαισθητοποιώ (evesthitopió)

English: sensitize

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About ευαισθητοποιώ

As a verb, ευαισθητοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Definitions & Examples

  • verb:
    to sensitise (UK), to sensitize (US)
    Examples:
    • Antonym: απευαισθητοποιώ (apevaisthitopoió)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
ευαισθητοποιούμαι
ευαισθητοποιώ
θα ευαισθητοποιούμαι
ευαισθητοποίησα
ευαισθητοποιήθηκα
ευαισθητοποιούμουν
ευαισθητοποιούσα
εσύ
ευαισθητοποιείς
ευαισθητοποιείσαι
θα ευαισθητοποιείς
ευαισθητοποίησες
ευαισθητοποιήθηκες
ευαισθητοποιούσες
ευαισθητοποιούσουν
αυτός/αυτή/αυτό
ευαισθητοποιεί
ευαισθητοποιείται
θα ευαισθητοποιεί
ευαισθητοποίησε
ευαισθητοποιήθηκε
ευαισθητοποιούνταν
ευαισθητοποιούσε
εμείς
ευαισθητοποιούμαστε
ευαισθητοποιούμε
θα ευαισθητοποιούμαστε
ευαισθητοποιήσαμε
ευαισθητοποιηθήκαμε
ευαισθητοποιούμασταν
ευαισθητοποιούμαστε
ευαισθητοποιούσαμε
εσείς
ευαισθητοποιείστε
ευαισθητοποιείτε
θα ευαισθητοποιείστε
ευαισθητοποιήσατε
ευαισθητοποιηθήκατε
ευαισθητοποιούσασταν
ευαισθητοποιούσαστε
ευαισθητοποιούσατε
αυτοί/αυτές/αυτά
ευαισθητοποιούν
ευαισθητοποιούνε
ευαισθητοποιούνται
θα ευαισθητοποιούν
ευαισθητοποίησαν
ευαισθητοποιήθηκαν
ευαισθητοποιήσαν
ευαισθητοποιήσανε
ευαισθητοποιηθήκαν
ευαισθητοποιηθήκανε
ευαισθητοποιούνταν
ευαισθητοποιούσαν
ευαισθητοποιούσανε

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeευαισθητοποιημένοςευαισθητοποιημένηευαισθητοποιημένο
Genitiveευαισθητοποιημένουευαισθητοποιημένηςευαισθητοποιημένου
Accusativeευαισθητοποιημένοευαισθητοποιημένηευαισθητοποιημένο
Vocativeευαισθητοποιημένεευαισθητοποιημένηευαισθητοποιημένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeευαισθητοποιημένοιευαισθητοποιημένεςευαισθητοποιημένα
Genitiveευαισθητοποιημένωνευαισθητοποιημένωνευαισθητοποιημένων
Accusativeευαισθητοποιημένουςευαισθητοποιημένεςευαισθητοποιημένα
Vocativeευαισθητοποιημένοιευαισθητοποιημένεςευαισθητοποιημένα

Active Voice

Other Forms

ευαισθητοποίει
• Singular • Active
ευαισθητοποίησε
• Singular • Active
ευαισθητοποιήσου
• Singular • Passive
ευαισθητοποιήστε
• Singular • Active
ευαισθητοποιείστε
• Singular • Passive
ευαισθητοποιείτε
• Singular • Active
ευαισθητοποιηθείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "ευαισθητοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words