λογαριάζω (logariázo)
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About λογαριάζω
As a verb, λογαριάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Note: Additional linguistic information from Wiktionary is not available for this word.
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | λογαριάζομαι λογαριάζω | θα λογαριάζομαι | λογάριασα λογαριάστηκα | λογάριαζα λογαριαζόμουν λογαριαζόμουνα |
| εσύ | λογαριάζεις λογαριάζεσαι | θα λογαριάζεις | λογάριασες λογαριάστηκες | λογάριαζες λογαριαζόσουν λογαριαζόσουνα |
| αυτός/αυτή/αυτό | λογαριάζει λογαριάζεται | θα λογαριάζει | λογάριασε λογαριάστηκε | λογάριαζε λογαριαζόταν λογαριαζότανε |
| εμείς | λογαριάζουμε λογαριαζόμαστε | θα λογαριάζουμε | λογαριάσαμε λογαριαστήκαμε | λογαριάζαμε λογαριαζόμασταν λογαριαζόμαστε |
| εσείς | λογαριάζεστε λογαριάζετε | θα λογαριάζεστε | λογαριάσατε λογαριαστήκατε | λογαριάζατε λογαριαζόσασταν λογαριαζόσαστε |
| αυτοί/αυτές/αυτά | λογαριάζονται λογαριάζουν λογαριάζουνε | θα λογαριάζονται | λογάριασαν λογαριάσαν λογαριάσανε λογαριάστηκαν λογαριαστήκαν λογαριαστήκανε | λογάριαζαν λογαριάζαν λογαριάζανε λογαριάζονταν λογαριαζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | λογαριασμένος | λογαριασμένη | λογαριασμένο |
| Genitive | λογαριασμένου | λογαριασμένης | λογαριασμένου |
| Accusative | λογαριασμένο | λογαριασμένη | λογαριασμένο |
| Vocative | λογαριασμένε | λογαριασμένη | λογαριασμένο |
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter |
|---|---|---|---|
| Nominative | λογαριασμένοι | λογαριασμένες | λογαριασμένα |
| Genitive | λογαριασμένων | λογαριασμένων | λογαριασμένων |
| Accusative | λογαριασμένους | λογαριασμένες | λογαριασμένα |
| Vocative | λογαριασμένοι | λογαριασμένες | λογαριασμένα |
Other Forms
λογάριαζε
• Singular • Active
λογάριασε
• Singular • Active
λογαριάζεστε
• Singular • Passive
λογαριάζετε
• Singular • Active
λογαριάζου
• Singular • Passive
λογαριάσου
• Singular • Passive
λογαριάστε
• Singular • Active
λογαριαστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "λογαριάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.