υπολογίζω (ipologízo)

English: calculate

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About υπολογίζω

As a verb, υπολογίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: ipoloˈʝizo
Hyphenation: υ‧πο‧λο‧γί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to calculate, compute
    Examples:
    • Synonyms: λογαριάζω, στιμάρω (folksy)
  • verb:
    to reckon, estimate
    Examples:
    • Synonyms: νομίζω, θεωρώ
  • verb:
    to gauge, estimate
  • verb:
    to think highly of someone
    Examples:
    • Synonym: στιμάρω (dialectal regional)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
υπολογίζομαι
υπολογίζω
θα υπολογίζομαι
υπολογίστηκα
υπολόγισα
υπολογιζόμουν
υπολογιζόμουνα
υπολόγιζα
εσύ
υπολογίζεις
υπολογίζεσαι
θα υπολογίζεις
υπολογίστηκες
υπολόγισες
υπολογιζόσουν
υπολογιζόσουνα
υπολόγιζες
αυτός/αυτή/αυτό
υπολογίζει
υπολογίζεται
θα υπολογίζει
υπολογίστηκε
υπολόγισε
υπολογιζόταν
υπολογιζότανε
υπολόγιζε
εμείς
υπολογίζουμε
υπολογιζόμαστε
θα υπολογίζουμε
υπολογίσαμε
υπολογιστήκαμε
υπολογίζαμε
υπολογιζόμασταν
υπολογιζόμαστε
εσείς
υπολογίζεστε
υπολογίζετε
θα υπολογίζεστε
υπολογίσατε
υπολογιστήκατε
υπολογίζατε
υπολογιζόσασταν
υπολογιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
υπολογίζονται
υπολογίζουν
υπολογίζουνε
θα υπολογίζονται
υπολογίσαν
υπολογίσανε
υπολογίστηκαν
υπολογιστήκαν
υπολογιστήκανε
υπολόγισαν
υπολογίζαν
υπολογίζανε
υπολογίζονταν
υπολογιζόντουσαν
υπολόγιζαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeυπολογισμένοςυπολογισμένηυπολογισμένο
Genitiveυπολογισμένουυπολογισμένηςυπολογισμένου
Accusativeυπολογισμένουπολογισμένηυπολογισμένο
Vocativeυπολογισμένευπολογισμένηυπολογισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeυπολογισμένοιυπολογισμένεςυπολογισμένα
Genitiveυπολογισμένωνυπολογισμένωνυπολογισμένων
Accusativeυπολογισμένουςυπολογισμένεςυπολογισμένα
Vocativeυπολογισμένοιυπολογισμένεςυπολογισμένα

Other Forms

υπολογίζεστε
• Singular • Passive
υπολογίζετε
• Singular • Active
υπολογίζου
• Singular • Passive
υπολογίσου
• Singular • Passive
υπολογίστε
• Singular • Active
υπολογιστείτε
• Singular • Passive
υπολόγιζε
• Singular • Active
υπολόγισε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "υπολογίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words

Derived Terms

  • υπολογισμένος"Grek"
  • υπολογίσιμος (ypologísimos)"Grek"
  • υπολογιστής (ypologistís)"Grek"
  • υπολογιστής (ypologistís)"Grek"