Words starting with Ι
See all Greek Vocabulary- ισοπεδώνω: to raze
- ικανοποιώ: to please
- ισοπεδώνω: to flatten
- ικανοποιώ: to satisfy
- ικανοποιώ: to gratify
- ισχυρίζομαι: to claim
- ιδρύω: to establish
- ιδρύω: to found
- ικανοποιώ: to satiate
- ικετεύω: to plead
- ικανοποιώ: to fulfil
- ικετεύω: to supplicate
- ιδρώνω: to perspire
- ισοφαρίζω: to equalize
- ιδέα: idea
- ιατρός: doctor
- ικανός: able
- ιστορία: story
- ιερός: sacred
- ιδρωμένος: sweaty
- ιδανικός: ideal
- ιλαρά: measles
- ικρίωμα: scaffold
- ισημερινός: equator
- ινώδης: stringy
- ιστορία: history