αιφνιδιάζω (ephnidiázo)
English: surprise
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About αιφνιδιάζω
As a verb, αιφνιδιάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Pronunciation
IPA: efniðiˈazo
Hyphenation: αιφ‧νι‧δι‧ά‧ζω
Definitions & Examples
- verb:to surprise
- verb:to take by surprise, take unawares
Verb Conjugation Tables
Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
---|---|---|---|---|
εγώ | αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάζω αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάζω | θα αιφνιδιάζομαι | αιφνιδίασα αιφνιδιάστηκα αιφνιδίασα αιφνιδιάστηκα | αιφνιδίαζα αιφνιδιαζόμουν αιφνιδιαζόμουνα αιφνιδίαζα αιφνιδιαζόμουν αιφνιδιαζόμουνα |
εσύ | αιφνιδιάζεις αιφνιδιάζεσαι αιφνιδιάζεις αιφνιδιάζεσαι | θα αιφνιδιάζεις | αιφνιδίασες αιφνιδιάστηκες αιφνιδίασες αιφνιδιάστηκες | αιφνιδίαζες αιφνιδιαζόσουν αιφνιδιαζόσουνα αιφνιδίαζες αιφνιδιαζόσουν αιφνιδιαζόσουνα |
αυτός/αυτή/αυτό | αιφνιδιάζει αιφνιδιάζεται αιφνιδιάζει αιφνιδιάζεται | θα αιφνιδιάζει | αιφνιδίασε αιφνιδιάστηκε αιφνιδίασε αιφνιδιάστηκε | αιφνιδίαζε αιφνιδιαζόταν αιφνιδιαζότανε αιφνιδίαζε αιφνιδιαζόταν αιφνιδιαζότανε |
εμείς | αιφνιδιάζουμε αιφνιδιαζόμαστε αιφνιδιάζουμε αιφνιδιαζόμαστε | θα αιφνιδιάζουμε | αιφνιδιάσαμε αιφνιδιαστήκαμε αιφνιδιάσαμε αιφνιδιαστήκαμε | αιφνιδιάζαμε αιφνιδιαζόμασταν αιφνιδιαζόμαστε αιφνιδιάζαμε αιφνιδιαζόμασταν αιφνιδιαζόμαστε |
εσείς | αιφνιδιάζεστε αιφνιδιάζετε αιφνιδιάζεστε αιφνιδιάζετε | θα αιφνιδιάζεστε | αιφνιδιάσατε αιφνιδιαστήκατε αιφνιδιάσατε αιφνιδιαστήκατε | αιφνιδιάζατε αιφνιδιαζόσασταν αιφνιδιαζόσαστε αιφνιδιάζατε αιφνιδιαζόσασταν αιφνιδιαζόσαστε |
αυτοί/αυτές/αυτά | αιφνιδιάζονται αιφνιδιάζουν αιφνιδιάζουνε αιφνιδιάζονται αιφνιδιάζουν αιφνιδιάζουνε | θα αιφνιδιάζονται | αιφνιδίασαν αιφνιδιάσαν αιφνιδιάσανε αιφνιδιάστηκαν αιφνιδιαστήκαν αιφνιδιαστήκανε αιφνιδίασαν αιφνιδιάσαν αιφνιδιάσανε αιφνιδιάστηκαν αιφνιδιαστήκαν αιφνιδιαστήκανε | αιφνιδίαζαν αιφνιδιάζαν αιφνιδιάζανε αιφνιδιάζονταν αιφνιδιαζόντουσαν αιφνιδίαζαν αιφνιδιάζαν αιφνιδιάζανε αιφνιδιάζονταν αιφνιδιαζόντουσαν |
Active Voice
Passive Voice
Singular
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αιφνιδιασμένος | αιφνιδιασμένη | αιφνιδιασμένο |
Genitive | αιφνιδιασμένου | αιφνιδιασμένης | αιφνιδιασμένου |
Accusative | αιφνιδιασμένο | αιφνιδιασμένη | αιφνιδιασμένο |
Vocative | αιφνιδιασμένε | αιφνιδιασμένη | αιφνιδιασμένο |
Plural
Case | Masculine | Feminine | Neuter |
---|---|---|---|
Nominative | αιφνιδιασμένοι | αιφνιδιασμένες | αιφνιδιασμένα |
Genitive | αιφνιδιασμένων | αιφνιδιασμένων | αιφνιδιασμένων |
Accusative | αιφνιδιασμένους | αιφνιδιασμένες | αιφνιδιασμένα |
Vocative | αιφνιδιασμένοι | αιφνιδιασμένες | αιφνιδιασμένα |
Other Forms
αιφνιδίαζε
• Singular • Active
αιφνιδίασε
• Singular • Active
αιφνιδιάζεστε
• Singular • Passive
αιφνιδιάζετε
• Singular • Active
αιφνιδιάζου
• Singular • Passive
αιφνιδιάσου
• Singular • Passive
αιφνιδιάστε
• Singular • Active
αιφνιδιαστείτε
• Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αιφνιδιάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.