απευαισθητοποιώ (apevesthitopió)
English: desensitize
Search for other Greek words or browse our vocabulary lists
Linguistic Information
Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular
About απευαισθητοποιώ
As a verb, απευαισθητοποιώ is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.
Definitions & Examples
- verb:to desensitise (UK), to desensitize (US)Examples:
- Antonym: ευαισθητοποιώ (evaisthitopoió)
 
 
Verb Conjugation Tables
| Present tense | Future tense | Aorist past tense | Past cont. tense | |
|---|---|---|---|---|
| εγώ | απευαισθητοποιούμαι απευαισθητοποιώ  | θα απευαισθητοποιούμαι | απευαισθητοποίησα απευαισθητοποιήθηκα  | απευαισθητοποιούμουν απευαισθητοποιούσα  | 
| εσύ | απευαισθητοποιείς απευαισθητοποιείσαι  | θα απευαισθητοποιείς | απευαισθητοποίησες απευαισθητοποιήθηκες  | απευαισθητοποιούσες απευαισθητοποιούσουν  | 
| αυτός/αυτή/αυτό | απευαισθητοποιεί απευαισθητοποιείται  | θα απευαισθητοποιεί | απευαισθητοποίησε απευαισθητοποιήθηκε  | απευαισθητοποιούνταν απευαισθητοποιούσε  | 
| εμείς | απευαισθητοποιούμαστε απευαισθητοποιούμε  | θα απευαισθητοποιούμαστε | απευαισθητοποιήσαμε απευαισθητοποιηθήκαμε  | απευαισθητοποιούμασταν απευαισθητοποιούμαστε απευαισθητοποιούσαμε  | 
| εσείς | απευαισθητοποιείστε απευαισθητοποιείτε  | θα απευαισθητοποιείστε | απευαισθητοποιήσατε απευαισθητοποιηθήκατε  | απευαισθητοποιούσασταν απευαισθητοποιούσαστε απευαισθητοποιούσατε  | 
| αυτοί/αυτές/αυτά | απευαισθητοποιούν απευαισθητοποιούνε απευαισθητοποιούνται  | θα απευαισθητοποιούν | απευαισθητοποίησαν απευαισθητοποιήθηκαν απευαισθητοποιήσαν απευαισθητοποιήσανε απευαισθητοποιηθήκαν απευαισθητοποιηθήκανε  | απευαισθητοποιούνταν απευαισθητοποιούσαν απευαισθητοποιούσανε  | 
Passive Voice
Singular
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | απευαισθητοποιημένος | απευαισθητοποιημένη | απευαισθητοποιημένο | 
| Genitive | απευαισθητοποιημένου | απευαισθητοποιημένης | απευαισθητοποιημένου | 
| Accusative | απευαισθητοποιημένο | απευαισθητοποιημένη | απευαισθητοποιημένο | 
| Vocative | απευαισθητοποιημένε | απευαισθητοποιημένη | απευαισθητοποιημένο | 
Plural
| Case | Masculine | Feminine | Neuter | 
|---|---|---|---|
| Nominative | απευαισθητοποιημένοι | απευαισθητοποιημένες | απευαισθητοποιημένα | 
| Genitive | απευαισθητοποιημένων | απευαισθητοποιημένων | απευαισθητοποιημένων | 
| Accusative | απευαισθητοποιημένους | απευαισθητοποιημένες | απευαισθητοποιημένα | 
| Vocative | απευαισθητοποιημένοι | απευαισθητοποιημένες | απευαισθητοποιημένα | 
Active Voice
Other Forms
απευαισθητοποίει
 • Singular • Active
απευαισθητοποίησε
 • Singular • Active
απευαισθητοποιήσου
 • Singular • Passive
απευαισθητοποιήστε
 • Singular • Active
απευαισθητοποιείστε
 • Singular • Passive
απευαισθητοποιείτε
 • Singular • Active
απευαισθητοποιηθείτε
 • Singular • Passive
Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "απευαισθητοποιώ" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.