αποκεφαλίζω (apokephalízo)

English: behead

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αποκεφαλίζω

As a verb, αποκεφαλίζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

IPA: a.po.ce.faˈli.zo
Hyphenation: α‧πο‧κε‧φα‧λί‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    to behead, decapitate, decollate, guillotine
    Examples:
    • Synonym: καρατομώ (karatomó)
  • verb:
    (figuratively) to abolish

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αποκεφαλίζομαι
αποκεφαλίζω
θα αποκεφαλίζομαι
αποκεφάλισα
αποκεφαλίστηκα
αποκεφάλιζα
αποκεφαλιζόμουν
αποκεφαλιζόμουνα
εσύ
αποκεφαλίζεις
αποκεφαλίζεσαι
θα αποκεφαλίζεις
αποκεφάλισες
αποκεφαλίστηκες
αποκεφάλιζες
αποκεφαλιζόσουν
αποκεφαλιζόσουνα
αυτός/αυτή/αυτό
αποκεφαλίζει
αποκεφαλίζεται
θα αποκεφαλίζει
αποκεφάλισε
αποκεφαλίστηκε
αποκεφάλιζε
αποκεφαλιζόταν
αποκεφαλιζότανε
εμείς
αποκεφαλίζουμε
αποκεφαλιζόμαστε
θα αποκεφαλίζουμε
αποκεφαλίσαμε
αποκεφαλιστήκαμε
αποκεφαλίζαμε
αποκεφαλιζόμασταν
αποκεφαλιζόμαστε
εσείς
αποκεφαλίζεστε
αποκεφαλίζετε
θα αποκεφαλίζεστε
αποκεφαλίσατε
αποκεφαλιστήκατε
αποκεφαλίζατε
αποκεφαλιζόσασταν
αποκεφαλιζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
αποκεφαλίζονται
αποκεφαλίζουν
αποκεφαλίζουνε
θα αποκεφαλίζονται
αποκεφάλισαν
αποκεφαλίσαν
αποκεφαλίσανε
αποκεφαλίστηκαν
αποκεφαλιστήκαν
αποκεφαλιστήκανε
αποκεφάλιζαν
αποκεφαλίζαν
αποκεφαλίζανε
αποκεφαλίζονταν
αποκεφαλιζόντουσαν

Active Voice

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποκεφαλισμένοςαποκεφαλισμένηαποκεφαλισμένο
Genitiveαποκεφαλισμένουαποκεφαλισμένηςαποκεφαλισμένου
Accusativeαποκεφαλισμένοαποκεφαλισμένηαποκεφαλισμένο
Vocativeαποκεφαλισμένεαποκεφαλισμένηαποκεφαλισμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαποκεφαλισμένοιαποκεφαλισμένεςαποκεφαλισμένα
Genitiveαποκεφαλισμένωναποκεφαλισμένωναποκεφαλισμένων
Accusativeαποκεφαλισμένουςαποκεφαλισμένεςαποκεφαλισμένα
Vocativeαποκεφαλισμένοιαποκεφαλισμένεςαποκεφαλισμένα

Other Forms

αποκεφάλιζε
• Singular • Active
αποκεφάλισε
• Singular • Active
αποκεφαλίζεστε
• Singular • Passive
αποκεφαλίζετε
• Singular • Active
αποκεφαλίζου
• Singular • Passive
αποκεφαλίσου
• Singular • Passive
αποκεφαλίστε
• Singular • Active
αποκεφαλιστείτε
• Singular • Passive

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποκεφαλίζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.

Related Words