αποστάζω (apostázo)

English: distil

Magnifying glass

Search for other Greek words or browse our vocabulary lists

Linguistic Information

Word Typeverb
Casenominative
NumberSingular

About αποστάζω

As a verb, αποστάζω is in the Present tense, in the Indicative mood, and the Active voice. Learning to use this verb in various contexts will enhance your fluency.

Pronunciation

Hyphenation: α‧πο‧στά‧ζω

Definitions & Examples

  • verb:
    (chemistry) to distil (UK), distill (US)

Verb Conjugation Tables

 Present tenseFuture tenseAorist past tensePast cont. tense
εγώ
αποστάζομαι
αποστάζω
θα αποστάζομαι
αποστάχτηκα
απόσταξα
αποσταζόμουν
αποσταζόμουνα
απόσταζα
εσύ
αποστάζεις
αποστάζεσαι
θα αποστάζεις
αποστάχτηκες
απόσταξες
αποσταζόσουν
αποσταζόσουνα
απόσταζες
αυτός/αυτή/αυτό
αποστάζει
αποστάζεται
θα αποστάζει
αποστάχτηκε
απόσταξε
αποσταζόταν
αποσταζότανε
απόσταζε
εμείς
αποστάζουμε
αποσταζόμαστε
θα αποστάζουμε
αποστάξαμε
αποσταχτήκαμε
αποστάζαμε
αποσταζόμασταν
αποσταζόμαστε
εσείς
αποστάζεστε
αποστάζετε
θα αποστάζεστε
αποστάξατε
αποσταχτήκατε
αποστάζατε
αποσταζόσασταν
αποσταζόσαστε
αυτοί/αυτές/αυτά
αποστάζονται
αποστάζουν
αποστάζουνε
θα αποστάζονται
αποστάξαν
αποστάξανε
αποστάχτηκαν
αποσταχτήκαν
αποσταχτήκανε
απόσταξαν
αποστάζαν
αποστάζανε
αποστάζονταν
αποσταζόντουσαν
απόσταζαν

Passive Voice

Singular

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαπεσταγμένοςαπεσταγμένηαπεσταγμένο
Genitiveαπεσταγμένουαπεσταγμένηςαπεσταγμένου
Accusativeαπεσταγμένοαπεσταγμένηαπεσταγμένο
Vocativeαπεσταγμένεαπεσταγμένηαπεσταγμένο

Plural

CaseMasculineFeminineNeuter
Nominativeαπεσταγμένοιαπεσταγμένεςαπεσταγμένα
Genitiveαπεσταγμένωναπεσταγμένωναπεσταγμένων
Accusativeαπεσταγμένουςαπεσταγμένεςαπεσταγμένα
Vocativeαπεσταγμένοιαπεσταγμένεςαπεσταγμένα

Active Voice

Other Forms

αποστάζεστε
• Singular • Passive
αποστάζετε
• Singular • Active
αποστάζου
• Singular • Passive
αποστάξου
• Singular • Passive
αποστάξτε
• Singular • Active
αποσταχτείτε
• Singular • Passive
απόσταζε
• Singular • Active
απόσταξε
• Singular • Active

Note: The conjugation tables show the standard forms of the verb "αποστάζω" organized by tense and person. Greek verbs often have multiple acceptable forms, especially in colloquial speech.